9

Dεν κατάλαβα αν κοιμήθηκα ή αν λιποθύμησα, η ανικανότητά μου είναι παροιμιώδης, η αηδία μου επίσης. Έφαγα ταραμά με μέλι, βουτάω το δάχτυλό μου στην κέτσαπ, κλωτσάω ο,τι όμορφο συμβαίνει, το μυαλό μου δε μπορεί να ξεκολλήσει απο εκεί, εκεί, η μαμά  έφερε έναν φτηνιάρικο καπνό, ο μπαμπάς άλλαξε το φίλτρο στη βρύση μα το νερό εξακολουθεί να έχει μια γεύση που δε μ'αρέσει, μπορεί να φταίει που τρώω ταραμά με μέλι, τα μαλλιά μου αρραιώνουν, μικροσκοπικά καπέλα κρύβουν τ' άκρυφτα, πώς να είναι η ζωή όταν τη μοιράζεσαι με κάποιον αναρωτιέμαι, το τσιμέντο της αυλής γλιτσιάζει από τα νερά, όλοι έχουμε γλιστρήσει εκεί, ξέμεινε η πετσέτα της Ζαΐρας στο παράθυρο, έρχεται κάθε νύχτα και κοιμάται μια λευκή πανέμορφη γάτα, σκέφτομαι πως αν μπορούσα να την κρατήσω θα τη φώναζα ασπρούλα και μου 'ρχεται εμετός με τη σκέψη, ηλίθιος ανθρώπινος εγκέφαλος, με τη λογική αυτή εγώ θα έπρεπε να ονομάζομαι αχρηστούλα ή χοντροκωλούλα και πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω να ονομάζονται αηδιούλες ή εμετούληδες, εύχομαι κάθε νύχτα τον ψόφο του οδηγού του ασημί  peugeot που παραλίγο να με σκοτώσει, φαντασιώνομαι πως χτυπάει σε μια κολώνα και κόβεται στα δύο ολόκληρος τόσο που χωρίζουν τ' αρχίδια του στη μέση ( αν έχει)να πεταχτεί ένα δεξιά ένα αριστερά να περάσουν ασπρομαυρούλες να του τα φάνε, σκέφτομαι τα δευτερόλεπτα του τρόμου και μουδιάζω, πλένω σχολαστικά τα καλσόν και τα εσώρουχά μου στο χέρι, τα στραγγίζω και τ' απλώνω διπλωμένα στο καλοριφέρ, όταν πίνω δεν ξέρω τί κάνω, όταν δεν πίνω δεν ξέρω τί κάνω, η στεναχώρια των ημερών έχει πια όνομα, είναι βαφτισμένη πια, άλλαξα σεντόνια επιτέλους, δυο σακούλες πράσινα στο νεροχύτη, περιμένω να στεγνώσουν να τα τυλίξω σε χαρτί να τα βάλω στο ψυγείο, σε μια εβδομάδα θα είναι στο στομάχι μου, δύο ολόκληρες σακούλες στο στομάχι μου μαζί με στεναχώρια που δε μπαίνει ούτε σε σακούλα ούτε σε ψυγείο, μόνο σε στομάχι, είμαι τόσο στεναχωρημένη που ο οργασμός μου είναι βαρετός και μου φέρνει κλάματα, μπορεί να είναι ο ορισμός της κλαψομουνιάς αυτός, εεε και τί έγινε μόνη μου, όλο μόνη μου, όλα μόνη μου, τα αίματα σταμάτησαν, θα 'ρθουν άλλα, ξεπαραδιάζουν οι γιατροί, 90 ευρώ δώρο στο υπέροχο μουνί μου, το σπίτι είναι παλιό, τα έχει όλα μα του λείπουν (μ)πρίζες και διακόπτες*, έτσι κι εγώ έχω πατεντιάσει εδω μέσα, καλώδια έρχονται απο παντού περνάνε μέσα απο κασώματα, στρίβουν, ανεβαίνουν κατεβαίνουν καρφωμένα με ρόκα ( ή ροκάκια που θα λεγε ο μπαμπάς που υποκορίζει και τ ανυποκόριστα), βιδωμένα πολύ(μ)πριζα σε τοίχους, κολώνες, πατώματα, πέφτει το ρεύμα όταν βάζω  ηλεκτρική σκούπα, βγάζω το ένα, βάζω το άλλο, βγάζω την τοστιέρα, βάζω την καφετιέρα, βγάζω τον εκτυπωτή βάζω τον φορτιστή του κινητού, διαδικασία εξαντλητική για κανονικό άνθρωπο, έχω συνηθίσει, το δεξί μου γόνατο με σουβλίζει, λέω κάθε μέρα πως θα κάνω χίλια πράγματα κάποιος πόνος τελικά δε με αφήνει, έχω ξεμείνει σε έναν εαυτό που δεν αναγνωρίζω, ο μάρτιος αποδείχτηκε αγαπημένος, γκρίζος κόντρα στα  κοκκινολευκά βραχιολάκια που στολίζουν καρπούς, πρώτη φορά μετά από τόσα πολλά χρόνια που δε φόρεσα, πλησιάζουν τα γενέθλιά μου, για δώρο θέλω να γίνει καλά ένα αριστερό χέρι που έσπασε αυτό θέλω μόνο και τίποτα άλλο, η κυρία με ρωτούσε  ποιό τραίνο να πάρει για να κατέβει στην oxford street, της είπα να με ακολουθήσει κι αμέσως ένοιωσα μια ευθύνη να κάθεται στην πλάτη μου ήμουν υπέυθυνη εγώ για κείνη, μπήκαμε στο τραίνο αμίλητες και λίγο αμήχανες, ατεβήκαμε βγήκαμε στο δρόμο, εδώ είστε κυρία, με ευχαρίστησε κι έφυγε προς τα κάτω, εγώ προς τα πάνω, γελάω με το πάνω και κάτω, γελάω με το πώς ορίζονται αυτά, εκείνη μπορεί να νόμιζε πως έφυγε προς τα πάνω κι εγώ προς τα κάτω, σημασία έχει πως εκείνη πήγε προς το αριστερό μου χέρι κι εγώ προς το δεξί γελάω πάλι, ποιός ορίζει το αριστερό και το δεξί, για τίποτα δε μπορεί να είναι σίγουρος κανείς εκτός απο λίγα, θα ψοφήσουμε μια μέρα, τα μάτια με το κλάμα αλλάζουν, το είχα ξεχάσει, κοκκινίζουν, ήρθε ο μπαμπάς να φέρει το φίλτρο, με ρώτησε αν έκλαιγα γιατί τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα γελάω με το κατακόκκινα, ποιός το ορίζει το κόκκινο, τα έτριβα για ώρα του είπα, με μάλωσε που δε φοράω τα γυαλιά και διαβάζω όλη μέρα με χαμηλό φωτισμό που καίει και πολύ ρεύμα, ο μπαμπάς υπολογίζει όλα τα φωτιστικά στο σπίτι, επιμένει πως αν άναβα το κεντρικό φως θα κατανάλωνα λιγότερα watt, του γυρίζω την κουβέντα στα επιστημονικά που αγαπάει για να ξεχαστεί και να μη με πρήζει, μπαμπά κι ο watt κι ο   joule ήταν james το ξέρεις; ψαρώνει σαν αγοράκι μικρό, ο μπαμπάς ξέρει πως ένα watt είναι ένα joule το δευτερόλεπτο, ε και;, όλοι το ξέρουμε, σημασία έχει πόσα καταναλώνουμε, σημασία έχει οτι τα μάτια μου δεν είναι κόκκινα από το τρίψιμο, μήτε από το διάβασμα στο ημίφως, σημασία έχει πως πλάνταξα μπαμπά που αν έπρεπε να σου βρούμε όνομα όπως στα κατοικίδια θα ήσουν ο καταθλιπτικούλης κι η μαμά η παρεμβατικούλα κι όλοι μαζί οι προβληματικούληδες. Πάω να βγάλω το πλυντήριο τώρα να βάλω το φουυυυ που στεγνώνει τα μαλλιά.